αλληλοπάθεια — η το να δέχονται δυο ή περισσότεροι την ενέργεια ο ένας του άλλου: Την αλληλοπάθεια εκφράζουν τα λεγόμενα αλληλοπαθή ρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλληλοπάθειαν — ἀλληλοπάθεια subjection to mutualingluence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek
αλληλοπαθής — ές (Α ἀλληλοπαθής, ές) (Γραμμ.) αυτός που δηλώνει αμοιβαίο πάθος, αμοιβαίο επηρεασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + παθής < ἔπαθον, πάσχω. ΠΑΡ. ἀλληλοπάθεια] … Dictionary of Greek
διακελεύομαι — (AM) (Μ και διακελεύω) 1. προτρέπω, παρακινώ, δίνω διαταγή 2. πληροφορώ, συμβουλεύω αρχ. (σε αλληλοπάθεια) εμψυχώνω αμοιβαία, ενθαρρύνω αμοιβαία … Dictionary of Greek
φιλώ — φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος 1. δίνω φίλημα, ασπάζομαι: Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το (παροιμ.). 2. το ενεργ. με αλληλοπάθεια όπως το μέσ., φιλιούμαι και φιλιέμαι, αλλάζω φίλημα, δίνω και παίρνω φιλί αμοιβαία: Πιάνονται κι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)