αλληλοπάθεια

αλληλοπάθεια
η (Α ἀλληλοπάθεια)
[ἀλληλοπαθής]
το να υπόκεινται κάποια πρόσωπα ή πράγματα σε αμοιβαία επίδραση, σε αλληλεπίδραση
νεοελλ.
(Γραμμ.) η αμοιβαία ενέργεια και το αμοιβαίο πάθος δύο ή περισσότερων υποκειμένων, που εκφράζονται από τα αλληλοπαθή ρήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλληλοπάθεια — η το να δέχονται δυο ή περισσότεροι την ενέργεια ο ένας του άλλου: Την αλληλοπάθεια εκφράζουν τα λεγόμενα αλληλοπαθή ρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλληλοπάθειαν — ἀλληλοπάθεια subjection to mutualingluence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοπαθής — ές (Α ἀλληλοπαθής, ές) (Γραμμ.) αυτός που δηλώνει αμοιβαίο πάθος, αμοιβαίο επηρεασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + παθής < ἔπαθον, πάσχω. ΠΑΡ. ἀλληλοπάθεια] …   Dictionary of Greek

  • διακελεύομαι — (AM) (Μ και διακελεύω) 1. προτρέπω, παρακινώ, δίνω διαταγή 2. πληροφορώ, συμβουλεύω αρχ. (σε αλληλοπάθεια) εμψυχώνω αμοιβαία, ενθαρρύνω αμοιβαία …   Dictionary of Greek

  • φιλώ — φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος 1. δίνω φίλημα, ασπάζομαι: Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το (παροιμ.). 2. το ενεργ. με αλληλοπάθεια όπως το μέσ., φιλιούμαι και φιλιέμαι, αλλάζω φίλημα, δίνω και παίρνω φιλί αμοιβαία: Πιάνονται κι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”